- ὑγρόβιος
- ὑγρόβιοςliving onmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υγρόβιος — α, ο / ὑγρόβιος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (για ζώα) υδρόβιος μσν. αρχ. (για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βίος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
ὑγρόβιον — ὑγρόβιος living on masc/fem acc sg ὑγρόβιος living on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροβίοις — ὑγρόβιος living on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροβίου — ὑγρόβιος living on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροβίους — ὑγρόβιος living on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek